- αποκρατώ
- (α) 1. μετ.1) держать в депозите; 2) удерживать, вычитать; 2. αμετ. поддерживаться, сохраняться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκρατώ — (AM ἀποκρατῶ, έω) κρατώ, διατηρώ μσν. νεοελλ. 1. κρατώ για φύλαξη 2. (για κτήση) διασώζω 3. (για τροφό) φροντίζω 4. διατηρούμαι, εξακολουθώ να υπάρχω νεοελλ. 1. κρατώ για τον εαυτό μου κάτι, δεν το παραχωρώ 2. (για αλυκές και λιμνοθάλασσες)… … Dictionary of Greek